ἴβεως

ἴβεως
ἴβεω̆ς , ἶβις
ibis
fem gen sg (attic ionic)
ἴ̱βεω̆ς , ἶβις
ibis
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποκλυσμός — ο / ὑποκλυσμός, ΝΜΑ [ὑποκλύζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκλύζω, η πλύση με κλύσμα (α. «ο γιατρός υπέδειξε έναν υποκλυσμό κάθε βράδι» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν ἅλμη καθαιρομένης», Πλούτ.) νεοελλ. ιατρ. έγχυση υγρού στο παχύ έντερο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”